- πτεροειδής
- -ές, ΝΑνεοελλ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πτεροειδήζωολ. τάξη οκτωκοραλλίων ανθοζώωναρχ.(για δαίμονα) αυτός που έχει την εμφάνιση φτερωτού, που μοιάζει με φτερωτό.[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + -ειδής*. Η λ. με τη νεοελλ. σημασία είναι αντιδάνεια (πρβλ. αγγλ. pteroid) και μαρτυρείται από το 1856 στο Ἑλληνογαλλικὸν Λεξικόν τού Σκαρλάτου Βυζαντίου].
Dictionary of Greek. 2013.